εξαμερικανίζω

εξαμερικανίζω
μεταβάλλω κάποιον σε Αμερικανό ή μετατρέπω κάτι ώστε να καταστεί αμερικανικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εκ + αμερικανίζω < Αμερικανός. Η λ. μαρτυρείται στην εφημερίδα Αιών].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εξαμερικανίζω — εξαμερικάνισα, εξαμερικανίστηκα, εξαμερικανισμένος, μτβ., μεταβάλλω κάτι σε αμερικανικό ή άνθρωπο άλλης εθνικότητας σε Αμερικανό (πρβλ. εκβουλγαρίζω, εξαλβανίζω): Εξαμερικάνισε το ντύσιμό του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξαμερικανισμός — ο [εξαμερικανίζω] η μετατροπή σε Αμερικανό ή κάποιου πράγματος σε αμερικανικό («ο εξαμερικανισμός τών εθνικών μειονοτήτων», «ο εξαμερικανισμός τού τρόπου ζωής») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”